παράλυτος

παράλυτος
-η, -ο / παράλυτος, -ον, ΝΜΑ [παραλύω]
1. αυτός που πάσχει από παράλυση, που έχει πάθει μερική ή γενική παράλυση
2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο παράλυτος και η παράλυτη
άτομο που πάσχει από παράλυση, ο παραλυτικός
3. φρ. «Κυριακή τού Παραλύτου»
εκκλ. η τέταρτη Κυριακή από το Πάσχα, που ονομάστηκε έτσι επειδή είναι αφιερωμένη στο θαύμα τής θεραπείας τού παραλύτου που έγινε, κατά την Αγία Γραφή, από τον Ιησού στην προβατική κολυμβήθρα τών Ιεροσολύμων
νεοελλ.
1. κάθε κατασκεύασμα το οποίο διαλύθηκε και έτσι έχασε τη σταθερότητα τού σχήματος ή την ικανότητα λειτουργίας του («παράλυτο πλοίο» — πλοίο που δεν μπορεί να κινηθεί, εξαιτίας κάποιας βλάβης ή καταστροφής τού προωστήριου συστήματος του)
2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που ζει χωρίς ηθικές αρχές, ακόλαστος, διεφθαρμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παράλυτος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράλυτος — η, ο άνθρωπος που έπαθε παράλυση, ακινησία των μυών, παραλυτικός: Μόνη συντηρεί το σπίτι της, γιατί ο άντρας της είναι χρόνια παράλυτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παράλυτον — παράλυτος masc/fem acc sg παράλυτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλύτοις — παράλυτος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλύτου — παράλυτος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλύτους — παράλυτος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλύτῳ — παράλυτος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράλυτε — παράλυτος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράλυτοι — παράλυτος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόπληκτος — ἀπόπληκτος, ον (Α) [αποπλήσω] 1. αυτός που έχει προσβληθεί από αποπληξία, παράλυτος, ανάπηρος 2. εμβρόντητος 3. ανόητος 4. φρ. «ἀπόπληκτος τὰς γνάθους» άλαλος, μουγγός 5. «ἀπόπληκτοι» νόσοι που προκαλούν αποπληξία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”